- επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία
- Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800 επιστολές του Κικέρωνα (1ος αι. π.Χ.), του Πλίνιου του Νεότερου (2ος αι. μ.Χ., σε 10 βιβλία), που στάθηκαν πρότυπο για τις συλλογές αυτού του τύπου, ακόμα και για τις μεταγενέστερες από την κλασική εποχή λογοτεχνίες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα γράμματα του Πετράρχη, οι Επαρχιακές επιστολές (1656-57) του Πασκάλ, που αρχικά δημοσιεύτηκαν ανώνυμα, οι ΦιλοσοφικέςΑγγλικές επιστολές (1734) του Βολτέρου, οι Οικογενειακές επιστολές στους τρεις αδελφούς (1762-63) του Μπαρέτι κλπ. Στη δεύτερη ομάδα μπορούν να καταταχτούν συλλογές επιστολών όπως είναι της Αλεσάντρα Ματσίνγκι Στρότσι στα παιδιά της, οι Επιστολές (1726) της Μαντάμ ντε Σεβινιέ στην κόρη της και σε άλλους, και, πιο σύγχρονα, οι Επιστολές από τη φυλακή (1947) του Αντόνιο Γκράμσι που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του.
Στα προαναφερθέντα παραδείγματα, παρατηρείται ότι τα γράμματα αυτά μετουσιώνουν ή αντικαθιστούν συχνά άλλες λογοτεχνικές μορφές. Οι επιστολές του Πλίνιου, παραδείγματος χάριν, είναι κάτι μεταξύ δοκιμίου, ταξιδιωτικών εντυπώσεων και ημερολογίου, οι Φιλοσοφικές επιστολές του Βολτέρου είναι αμιγώς δοκίμιο, οι Επιστολές χωρίς ονόματα του Πετράρχη για τη διαφθορά στην Εκκλησία προμηνύουν τον πολιτικό λίβελο. Στα γράμματα της Μαντάμ ντε Σεβινιέ απαντά μεγάλη ποικιλία θεμάτων και σκέψεων, το ίδιο και στις περίφημες επιστολές του Χόρας Γουόλπολ και του λόρδου Τσέστερφιλντ.
Στο πέρασμα των αιώνων, οι επιστολές είχαν πολλές φορές χαρακτήρα μηνυμάτων προς ολόκληρες θρησκευτικές κοινότητες, όπως οι Επιστολές των Αποστόλων, που αποτέλεσαν μέρος της Αγίας Γραφής στην Καινή Διαθήκη και διαβάζονται στην εκκλησία. Άλλες ήταν αφηγήσεις από ταξίδια σε άγνωστες περιοχές (π.χ. επιστολές των χριστιανών ιεραποστόλων από τον 16o αι. και ύστερα, από την Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία, ή επιστολές των θαλασσοπόρων σχετικά με τις ανακαλύψεις τους) ή αποστέλλονταν ως διπλωματικά μηνύματα. Άλλη περίπτωση είναι οι επιστολές διάσημων συγγραφέων, τις οποίες συνέλεξαν φίλοι και μελετητές του έργου τους. Αξιομνημόνευτες είναι οι επιστολές του Τάσο, του Μακιαβέλι, του Σίλερ, του Γκέτε, του Μαντσόνι, του Βύρωνα, του Σέλεϊ, του Λεοπάρντι, του Φλομπέρ, του Τσέχοφ, του Κάφκα κ.ά. Τα γράμματα ενός συγγραφέα αποκαλύπτουν, αρκετά συχνά, άγνωστες πλευρές και χαρακτηριστικά από εκείνα που υπάρχουν στα καλύτερα έργα του.
Σε μερικές χώρες, η ε.φ. υπήρξε μακραίωνη συνήθεια. Στη Γαλλία, κατά τον 17o και 18o αι., οι ευγενείς και οι διανοούμενοι που ζούσαν στις επαρχίες ζητούσαν να τους γράφουν οι φίλοι τους που έμεναν στην πρωτεύουσα για να ενημερώνονται σχετικά με τις υποθέσεις της αυλής, με τα κουτσομπολιά καθώς και με τα λογοτεχνικά, τα καλλιτεχνικά και τα θεατρικά νέα. Το 1753 ο Φρίντριχ Μέλχιορ Γκριμ, με βάση το σύστημα της αλληλογραφίας, οργάνωσε και ίδρυσε το περιοδικό Λογοτεχνική Αλληλογραφία (Correspondance littéraire), όπου δημοσίευε συνεργασίες, παρουσιάσεις και κρίσεις σχετικά με πολιτιστικά νέα του Παρισιού, στην οποία γίνονταν συνδρομητές ξένοι ηγεμόνες. Στο έντυπο αυτό συνεργάστηκαν και οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού· ο Ντιντερό δημοσίευσε σε αυτό μερικά από τα καλύτερα μυθιστορήματά του. Είναι δηλαδή φανερό πόσο η αλληλογραφία αυτού του είδους συγγενεύει με τη νεότερη δημοσιογραφία στις αρχές της ανάπτυξής της, αφού στις λατινικές και γενικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες, ο όρος correspondance και correspondant (αλληλογραφία, αλληλογράφος) σημαίνει και ανταπόκριση, ανταποκριτής στον Τύπο. Επίσης, είναι πολλές οι αλληλεπιδράσεις της ε. και των άλλων λογοτεχνικών ειδών. Πρώτη, από αυτή την άποψη, έρχεται η νεότερη πεζογραφία. Το ενδιαφέρον για τις κρυφές περιπέτειες, την ερωτική αλληλογραφία, τα ιδιωτικά γράμματα, ανέδειξε την ήδη διάχυτη τάση του κοινού να γνωρίσει παρόμοιες πλευρές της ζωής. Από αυτή την άποψη, μπορούν να αναφερθούν αρχικά οι Πορτογαλικές επιστολές, πέντε γράμματα όλο πάθος, που η Πορτογαλίδα καλόγρια Μαριάνα Αλκουφουράντου έστειλε καθώς λέγεται στον εραστή της, Γάλλο ευγενή, Μπουτόν ντε Σαμιγί. Τυπώθηκαν στο Παρίσι το 1669 και έγιναν αμέσως δημοφιλέστατες (ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν πρόκειται για αυθεντικό ντοκουμέντο, αλλά απλώς για λογοτεχνική επινόηση κάποιου συγγραφέα, ο οποίος θέλησε να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη διάθεση του κοινού της εποχής). Πάρα πολλές ερωτικές επιστολές επέζησαν της εποχής τους (η αλληλογραφία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου, 11ος αι.· τα γράμματα της Ιουλίας ντε Λεσπινάς· τα γράμματα του Ντιντερό στη Σοφί Βολάν· του Μιραμπό στη Σοφί ντε Μονιέ, 18ος αι.· του Σατομπριάν στη Μαντάμ Ρεκαμιέ, 19ος αι., κ.ά.).
Ταυτόχρονα, επιβαλλόταν και το επιστολικό μυθιστόρημα: Τα Περσικά γράμματα (1721) του Μοντεσκιέ, Ιουλία ή η Νέα Ελοΐζα (1761) του Ρουσό, Επικίνδυνες σχέσεις (1782) του Λακλό, Τα βάσανα του νεαρού Βέρθερου (1774) του Γκέτε, Τα τελευταία γράμματατου Γιάκοπο Όρτις (1802) του Φόσκολο. Άλλωστε, οι συγγραφείς προσέδιδαν συχνά μορφή επιστολής –στίχους ή πεζό λόγο– σε γραπτά τους που ουσιαστικά ήταν άλλου είδους, ακόμα και για να ξεφεύγουν από τους άκαμπτους νόμους άλλων λογοτεχνικών ειδών: για παράδειγμα, οι Βιργιλιανές επιστολές (1757) του Μπετινέλι, Επιστολές περί των τυφλών (1749) του Ντιντερό, Γράμμα στον Ντ’ Αλαμπέρ για τα θεάματα (1758) και Γράμματα από το όρος (1763) του Ρουσό, Επιστολή φιλοπαίγμων του Χρυσοστόμου (1816) του Μπέρχετ, όλες με χαρακτήρα δοκιμίου, ή ακόμα Οιτάφοι (1807) του Φόσκολο, η Επιστολή στον κόμη Κάρλο Πέπολι (1826) του Λεοπάρντι κλπ. Τον 19o αι., κυρίως στη Γαλλία όπου ήταν πιο ανεπτυγμένη η προτίμηση για το ντοκουμέντο, η οποία διατηρήθηκε και μέχρι τις μέρες μας, εκδίδονταν συλλογές επιστολών διάσημων σύγχρονων συγγραφέων, που παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για την ιστορία του πνευματικού πολιτισμού (μεταξύ άλλων, η αλληλογραφία Ζιντ-Κλοντέλ, 1949, Κλοντέλ-Ζακ Ριβιέρ, 1939, Ζιντ-Βαλερί 1955).
Δείγμα επιστολικής φιλολογίας αποτελούν οι επιστολές του Κικέρωνα, τις οποίες προόριζε για το κοινό από τη στιγμή που τις έγραψε.
Στην επιστολογραφία συγκαταλέγονται και οι επιστολές της Αικατερίνης της Σιένα, που θεωρούνται «κώδικας αγάπης της χριστιανοσύνης».
Dictionary of Greek. 2013.